- χρησικτησία
- ηη απόκτηση της κυριότητας πράγματος ή ακινήτου με την καλόπιστη και νόμιμη νομή του για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρησικτησία — η, Ν (αστ. δίκ.) τρόπος κτήσεως κυριότητας από εκείνον που κατέχει αδιατάρακτα ως κύριος ξένο πράγμα για ορισμένο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα, τρία χρόνια για κινητό ή δέκα χρόνια για ακίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση / χρῆσις + κτησία (< κτητος … Dictionary of Greek
επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
χρησιδεσπότης — ο, Ν (νομ.) πρόσωπο που απέκτησε κυριότητα με χρησικτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση / χρῆσις + δεσπότης] … Dictionary of Greek
δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek